σισύφειος

σισύφειος
-α, -ο / σισύφειος, -εία, -ον, ΝΑ, θηλ. και σισυφία και σισυφίς, -ίδος, Α [Σίσυφος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σίσυφο
νεοελλ.
φρ. «σισύφειο έργο» — δύσκολη και μάταιη προσπάθεια
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ Σισύφειον
το ιερό τού Σισύφου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Σισύφειος — temple of S. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σισυφείας — Σισυφείᾱς , Σισύφειος temple of S. fem acc pl Σισυφείᾱς , Σισύφειος temple of S. fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σισύφειον — temple of S. neut nom/voc/acc sg Σισύφειος temple of S. masc acc sg Σισύφειος temple of S. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σισυφίς — ίδος, ἡ, Α βλ. σισύφειος …   Dictionary of Greek

  • Σισυφείοις — Σισύφειον temple of S. neut dat pl Σισύφειος temple of S. masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σισυφείου — Σισύφειον temple of S. neut gen sg Σισύφειος temple of S. masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”