- σισύφειος
- -α, -ο / σισύφειος, -εία, -ον, ΝΑ, θηλ. και σισυφία και σισυφίς, -ίδος, Α [Σίσυφος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σίσυφονεοελλ.φρ. «σισύφειο έργο» — δύσκολη και μάταιη προσπάθειααρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ Σισύφειοντο ιερό τού Σισύφου.
Dictionary of Greek. 2013.